- αἰσχροκερδείας
- αἰσχροκερδείᾱς , αἰσχροκέρδειαsordid love of gainfem acc plαἰσχροκερδείᾱς , αἰσχροκέρδειαsordid love of gainfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρόγκεβεεν, Γιάκομπ — (Roggeveen, Μίντελμπουργκ 1659 – 1729). Ολλανδός εξερευνητής, ένας από τους μεγαλύτερους εξερευνητές του ανατολικού Ειρηνικού. Στη διάρκεια ενός μεγάλου ταξιδιού του στον ωκεανό (1721 22) ανακάλυψε πολλά νησιά, ανάμεσα στα οποία τη Σαμόα, τα… … Dictionary of Greek